- εκτομή
- η1) вырезание, отрезание; 2) мед. ампутация;
εκτομή
όγκου — удаление опухоли;3) см. εκτόμηση
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκτομή
όγκου — удаление опухоли;Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκτομή — cutting out fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… … Dictionary of Greek
εκτομή — η 1. η αποκοπή, το κόψιμο. 2. (ιατρ.), η χειρουργική αφαίρεση οργάνου, μέλους ή όγκου του σώματος. 3. εκτόμηση (βλ. λ.). 4. το άνοιγμα που δημιουργείται από την εκτομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτομῇ — ἐκτομάζω castrate fut ind mid 2nd sg (doric) ἐκτομάζω castrate fut ind act 3rd sg (doric) ἐκτομῆι , ἐκτομεύς one that cuts out masc dat sg (epic ionic) ἐκτομή cutting out fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτομαῖς — ἐκτομή cutting out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτομαί — ἐκτομή cutting out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτομήν — ἐκτομή cutting out fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτομέας — ο (Α ἐκτομεύς) 1. όργανο με το οποίο γίνεται η εκτομή 2. αυτός που διενεργεί την εκτομή … Dictionary of Greek
νευρεκτομή — η εκτομή τμήματος ενός νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurectomy < νευρ(ο) * + εκτομή] … Dictionary of Greek
ουλεκτομή — η χειρουργική εκτομή τμήματος τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + εκτομή] … Dictionary of Greek
περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… … Dictionary of Greek